θαλαμηπόλος

θαλαμηπόλος
θᾰλᾰμηπόλ-ος, , (parox.)
A attendant in a lady's chamber, waiting-maid, Od.7.8, 23.293; but, = ταμίη (cf.

θάλαμος 1.2

b), A.Th.359 (lyr.).
2 θ., , in later Gr., eunuch of the bedchamber, Plu.Alex.30, Agath.1.7; of the Galli or eunuch-priests of Cybele, AP6.220 (Diosc.); but also , a priestess of Cybele, Rhian.67.1.
II rarely, bridegroom, S.OT1210 (lyr.).
III Adj., bridal,

ὄρφνη Musae.231

; epith. of Aphrodite, APl.4.177 (Phil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θαλαμηπόλος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλος — ο, η (AM θαλαμηπόλος, ό, ή) αυτός ή αυτή που υπηρετεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα τής κυρίας βασιλικού ή αρχοντικού σπιτιού και τη βοηθάει στο ντύσιμο, στον καλλωπισμό της κ.λπ. νεοελλ. ο καμαρότος πλοίου, ο υπεύθυνος για τη φροντίδα τών χώρων… …   Dictionary of Greek

  • θαλαμηπόλος — ο, η ου, καμαριέρης: Ανέλαβε καθήκοντα θαλαμηπόλου σε κρουαζιερόπλοιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαλαμηπόλοις — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat pl θαλαμηπόλος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλου — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen sg θαλαμηπόλος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλους — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem acc pl θαλαμηπόλος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλων — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem gen pl θαλαμηπόλος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλῳ — θαλαμήπολος attendant in a lady s chamber fem dat sg θαλαμηπόλος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλε — θαλαμηπόλος fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλοι — θαλαμηπόλος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαλαμηπόλον — θαλαμηπόλος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”